Posted by
Blog

Πριν λίγες μέρες είχα ήδη αρχίσει να καταγράφω ορισμένες όχι και τόσο συνεκτικές σκέψεις για τη σειρά “When they see us” η οποία όχι μόνο δεν καταναλώθηκε εύπεπτα, αλλά βαρυστομάχιασα. Δέχτηκα, εν ολίγοις, ένα ηχηρό χαστούκι, ώστε να επεξεργαστώ παραπάνω το ζήτημα του συστημικού ρατσισμού στις Η.Π.Α. Με πρόλαβε όμως το σήμερα, η πραγματικότητα που τρέχει παράλληλα με όλες τις –αξιόλογες κατά τα άλλα– μεταφορές στη μεγάλη οθόνη, τα Όσκαρ και τις διάσπαρτες δακρύβρεχτες ομιλίες από ανθρώπους της σόου μπιζ, η οποία “έδεσε” αυτές τις σκέψεις.

Στο πρόσωπο του ανθρωποθηρευτή που με το γόνατο πνίγει το «τρόπαιο» του, κρύβεται το συντηρημένο ερείπιο προηγούμενων αιώνων. Ωστόσο, η σαπισμένη ματιά του αστυνομικού Dereck Chauvin είναι σύμπτωμα ενός προβλήματος που συντηρείται, επιβιώνει και αναπτύσσεται συνεχώς. Τα χαλασμένα αποφάγια της φαινομενικά ξεπερασμένης δουλοκτητικής νοοτροπίας στις Η.Π.Α. διατηρούνται ακριβώς γιατί προφυλάσσονται με δεξιοτεχνία. Η δολοφονία του Τζόρτζ Φλόυντ συνέβη υπό το φως του ήλιου και σε κοινή θέα ώστε να βιντεοσκοπηθεί. Καταδικάζεται από τον πρόεδρο Τραμπ ως “πολύ θλιβερός και τραγικός θάνατος” και μας υπόσχεται…”απόδοση δικαιοσύνης”.

Επειδή όμως ανάμεσα στο “πρέπει” και το “είναι” υπάρχει πάντα ένα αγεφύρωτο χάσμα, ας θυμηθούμε το σημασιολογικό φορτίο της αμερικανικής “δικαιοσύνης”. Πίσω στο 1989 όταν μετά τη βόλτα τους στο Central Park, τα πέντε αφροαμερικανικής και λατινοαμερικανικής καταγωγής δεκαπεντάχρονα (!) παιδιά από το Χάρλεμ, στα οποία έπεσε ο κλήρος, χτυπήθηκαν και εξαναγκάστηκαν να ομολογήσουν ότι διέπραξαν ένα έγκλημα που ποτέ δεν έκαναν, η «δικαιοσύνη» της αστυνομίας έγραφε το πρώτο κεφάλαιο του καλοστημένου μυθιστορήματος της υπόθεσης των “Central Park five”. Συνέχεια σε αυτό έδωσαν το υποκριτικό ταλέντο του δικαστικού σώματος, ο μιντιακός παροξυσμός και φυσικά το πάντα παρόν αίσθημα “δικαιοσύνης” του τότε απλώς δισεκατομμυριούχου επιχειρηματία Ντόναλντ Τράμπ. Ο σημερινός κάτοικος του Λευκού Οίκου ζητούσε την επιβολή  θανατικής ποινής ώστε να τιμωρηθούν οι δεκαπεντάχρονοι “εγκληματίες” παραδειγματικά. “Αφήστε τους πολιτικούς να δώσουν πίσω στην αστυνομία τη δύναμη ώστε να μείνουμε όλοι ασφαλείς”, ωρυόταν. Να πούμε απλώς πως τα παιδιά “σωφρονίστηκαν” στις αμερικανικές φυλακές με εγκλεισμούς, απομονώσεις, απόπειρες δολοφονίας-αυτοδικίας από συγκρατούμενους και εξαναγκασμούς ομολογίας για 15 ολόκληρα χρόνια. Τελικά, ο πραγματικός βιαστής του Central Park και serial killer είχε μάλλον περισσότερη εμπάθεια από την έννομη τάξη των εισαγγελέων και των δικαστών και παραδέχτηκε το έγκλημά του το 2002.

“Όταν μας βλέπουν”, λοιπόν, το όνομα της σειράς που εξιστορεί τα πραγματικά αυτά γεγονότα και το ερώτημα είναι επίσης πραγματικό: Τι συμβαίνει όταν τους βλέπουν; Ο κοινωνιολόγος Eduardo Bonilla-Silva σωστά απαντάει ότι δεν έχει να κάνει τόσο με τους σταυρούς και τις άσπρες κουκούλες αλλά με τους καθημερινούς ανθρώπους με  τις γραβάτες. Το 90% του εθνικού πλούτου ανήκει σε οικογένειες λευκών, ενώ μόλις το 4,6% σε Λατίνους και Αφροαμερικανούς. Παράλληλα, το 40% των κρατουμένων των  αμερικανικών φυλακών αποτελείται από Αφροαμερικανούς, μολονότι αυτοί αντιστοιχούν μόλις στο 13% του γενικού πληθυσμού. Ένα μαύρος έχει δύο φορές λιγότερες πιθανότητες να προσληφθεί σε μία δουλειά από έναν λευκό ανεξαρτήτως ποινικού μητρώου και πάει λέγοντας.

Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν την επιβίωση ενός ενσωματωμένου συστημικού παρά μεμονωμένου ακροδεξιού ρατσισμού. Μία πολιτειακή πραγματικότητα που δεν διστάζει να βάλει στην ίδια ζυγαριά τις ζωές χιλιάδων φτωχών μαύρων πολιτών και την ζημία της επιβράδυνσης της οικονομίας στην περίπτωση μίας πανδημίας: Οι Αφροαμερικανοί αποτελούν το 1/3 των συνολικών θανάτων εξαιτίας του covid-19

Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του φτωχού Χάρλεμ και της υπόλοιπης Νέας Υόρκης ή των γκέτο εντός πόλεων όπως το Σαντ Λούις, το Σικάγο και το Ιλνόις είναι αυτή που τροφοδοτεί με φτηνό εργατικό δυναμικό εργοστάσια και παράλληλα εξασφαλίζει την εξάλειψη του κινδύνου της ενσωμάτωσης στο ανώτερο οικονομικό δίκτυο των λευκών. Η ιδιωτικοποίηση, επίσης, των φυλακών των Η.Π.Α. οδήγησε και στην εκρηκτική αύξηση των κρατουμένων ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται μείωση των βίαιων εγκλημάτων και συγκεκριμένα των ανθρωποκτονιών.

Ένα μέρος του αντιρατσιστικού κινήματος είναι γεγονός ότι απορροφάται εντέχνως, με αποτέλεσμα να θολώνεται το πρόβλημα από τα λαμπρά σποτάκια, τους αστέρες του nba, τη pop βιομηχανία, αλλά και τον Barack Obama να εκτελεί χρέη πλανητάρχη. Ωστόσο, η επιτηδευμένη σύνδεση του μεγαλύτερου ποσοστού του μαύρου πληθυσμού με την εγκληματικότητα και η μετάθεση της ευθύνης ­­–ακόμα και για τους φυλετικά και ταξικά καθορισμένους θανάτους εξαιτίας του covid-19– στα ίδια τα θύματα εμπλουτίζουν το απαραίτητο αφήγημα του κρυφού δουλοκτητικού συστήματος των Η.Π.Α.  Η φυλετική περιθωριοποίηση είναι μέρος της ασκούμενης βιοπολιτικής. Το δείξιμο με το δάκτυλο, οι υποσχέσεις για μία πιο “ασφαλής” και “λευκή” Αμερική είναι αναγκαία εργαλεία για τη συντήρηση της ασφαλιστικής δικλίδας μεταξύ φτωχών μαύρων και μικροαστών λευκών. Η αστυνομία είναι απλώς το εκτελεστικό όργανο της πρότασης “επιλέξτε ελεύθερα: τη φτώχια, τη φυλακή, το θάνατο ή να πάτε κάπου αλλού”.

Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι μόνο να είσαι μαύρος, αλλά φτωχός μαύρος. Και τότε η ζωή σου μπαίνει στη ζυγαριά. “Όταν σε βλέπουν” είσαι ο εγκληματίας, ο εν δυνάμει βιαστής, ο υπεύθυνος της μοίρας του. Η εν ψυχρώ κρατική δολοφονία στην Μινεάπολις έρχεται 6 χρόνια μετά το θάνατο του Αφροαμερικανού Έρικ Γκάρνερ –επίσης από πνιγμό αστυνομικού– και του Μάικλ Μπράουν από σφαίρα. Τα χαμένα νεανικά χρόνια των 5 παιδιών της υπόθεσης του Central Park ανταλλάχθηκαν με 41 εκατομμύρια δολάρια αποζημίωσης και μία κρατική “συγγνώμη”. Είναι ζήτημα το πολύ μίας εβδομάδας να χωνέψουμε τον τίτλο της δολοφονίας του Τζόρτζ Φλόυντ μαζί με το αντίστοιχο hashtag. Και αυτό γιατί έχουμε αποκτήσει την χειρότερου είδους ανοσία: την ανοσία στην εμπάθεια. Και η ανοσία αυτή πρέπει να γίνει άμεσα δυσανεξία σε κάθε τι απαθές. Γιατί το σήμερα διαδέχεται από το αύριο. Και σε ένα αύριο με μία μπότα κολλημένη σε έναν ανθρώπινο λαιμό, κανείς δεν σου εγγυάται αν θα είσαι εσύ αυτός που αναπνέει.

Κλείνοντας, μαζί με το “όνειρο” του πριν περίπου 60 χρόνια, ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ είχε προειδοποιήσει:  “Η ελευθερία δεν δίνεται ποτέ εθελοντικά από τον καταπιεστή. Πρέπει να κατακτηθεί από τον καταπιεζόμενο”.

Διαβάστε επίσης

    None Found